εξηπειρώ

εξηπειρώ
ἐξηπειρῶ, -όω (Α) [ηπειρώ]
μεταβάλλω σε ξηρά («ἅπαντες γὰρ [ενν. οι ποταμοί] μιμοῡνται τὸν Νεῑλον ἐξηπειροῡντες τὸν πρὸ αὐτῶν πόρον», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσεξηπειρώ — όω, Α (κυρίως για ποταμούς, στο στόμιο τών οποίων έχει συσσωρευθεί ιλύς) μεταβάλλω σε ήπειρο, σε ξηρά επί πλέον («τοῡ Νείλου προσεξηπειροῡντος ἀεὶ τὴν θάλατταν τῇ προσχώσει», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐξηπειρῶ «μεταβάλλω σε ξηρά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”